- τάραγμα
- το, ΝΑ, και τάραμα Ν [ταράσσω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τόν έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.)νεοελλ.1. ανακίνηση, ανακάτεμα2. τράνταγμα3. ιατρ. α) επιληψίαβ) (για πυρετό) προσβολή που συνοδεύεται από ρίγη.
Dictionary of Greek. 2013.